- ἐπιμεσούσης
- ἐπιμεσόωto be at the middlepres part act fem gen sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμεσώ — ἐπιμεσῶ, όω (Α) είμαι, βρίσκομαι στο μέσο («ἐπιμεσούσης τῆς ἡμέρας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μεσώ «είμαι στο μέσο»] … Dictionary of Greek